- προσφερής
- -ές, Α1. παρεμφερής, παρόμοιος («εἴπω περὶ τῶν Κολχῶν, ὡς Αἰγυπτίοισι προσφερέες εἰσί», Ηρόδ.).επίρρ...προσφερῶς Ακατά τρόπο παρεμφερή, παρομοίως.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + -φερής (< φέρω), πρβλ. περι-φερής].
Dictionary of Greek. 2013.